αναθύμημα

αναθύμημα
το , αναθύμηση, αναθύμιά η воспоминание, память о чём-л. приятном

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναθύμημα" в других словарях:

  • αναθύμημα — το [αναθυμάμαι] 1. αναπόληση τού παρελθόντος, ανάμνηση, θύμηση 2. αντικείμενο χρήσιμο για ανάμνηση, ενθύμιο, αναμνηστικό …   Dictionary of Greek

  • αναθυμάμαι — αναθυμούμαι, φέρνω στη μνήμη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμάμαι. ΠΑΡ. αναθύμημα. αναθύμηση] …   Dictionary of Greek

  • αναθύμηση — αναθύμηση, η και αναθυμιά, η και αναθύμημα, το η με πόθο ανάμνηση κάποιου ευχάριστου περιστατικού: Στην αναθύμηση του περιστατικού εκείνου το πρόσωπό του γινόταν χαρούμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»